- ἠρωτημένον
- ἐρωτάωaskperf part mp masc acc sg (attic ionic)ἐρωτάωaskperf part mp neut nom/voc/acc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερωτώ — και ρωτώ και αρωτώ (AM ἐρωτῶ, άω Α και επικ. και ιων. τ. εἰρωτάω) ζητώ από κάποιον πληροφορία ή γνώμη και περιμένω απάντηση, υποβάλλω ερώτηση νεοελλ. φρ. 1. «μην τά ρωτάς» λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για κωμικά και περίπλοκα επεισόδια 2.… … Dictionary of Greek